Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευήκοος, επίθ.
-
- 1) Έτοιμος, πρόθυμος να ακούσει:
- διήγησιν ηρξάμην και το ους ευήκοον έχε (Πτωχολ. α 30).
- 2) Έκφρ. εις ευήκοον = ώστε να ακούγεται κάπ. ή κ. καλά:
- (Διγ. Gr. 3261).
[αρχ. επίθ. ευήκοος]
- 1) Έτοιμος, πρόθυμος να ακούσει:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευήκοος -η -ο [evíkoos] Ε5 : μόνο στη λόγια έκφραση τείνω ευήκοον ους*.
[λόγ. < αρχ. εὐήκοος]



