Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ευάρεστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευάρεστος, επίθ.
  • Τερπνός, ευχάριστος:
    • τόπος … ευάρεστος (Αχιλλ. O 314).

[μτγν. επίθ. ευάρεστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευάρεστος -η -ο [evárestos] Ε5 : (λόγ.) ευχάριστος: Ευάρεστο συναίσθη μα.

[λόγ. < ελνστ. εὐάρεστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go