Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετσιδά [etsiδá] επίρρ. : (προφ.) έτσι ακριβώς.
[έτσι + δα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ετσιδά, επίρρ.
-
- Με τέτοιο τρόπο, τόσο πολύ:
- γι’ αφορμάρους τσι κρατούν, όσ’ ετσιδά ’γαπήσα (Ερωτόκρ. Α´ 214).
[<επιρρ. έτσι + ’δά. Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Με τέτοιο τρόπο, τόσο πολύ: