Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετρουσκικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετρουσκικός -ή -ό [etruskikós] Ε1 : που αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, τη χώρα που κατοικούσαν οι Ετρούσκοι· τυρρηνικός: ~ πολιτισμός / τάφος. Ετρουσκική γλώσσα / τέχνη / σαρκοφάγος. Ετρουσκικό αλφάβητο. || (ως ουσ.) η ετρουσκική, τα ετρουσκικά, η γλώσσα των Ετρούσκων.

[λόγ. < ελνστ. Ἐτροῦσκ(οι) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες