Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετοιμοπαράδοτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετοιμοπαράδοτος -η -ο [etimoparáδotos] Ε5 : (για εμπόρευμα, οικοδομή κτλ.) που είναι έτοιμος, έτσι ώστε να είναι δυνατό να παραδοθεί αμέσως στον αγοραστή: Πωλούνται ετοιμοπαράδοτα διαμερίσματα.

[λόγ. ετοιμο- + παραδο- (θ. παθ. αορ. του παραδίδω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες