Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετερόρρυθμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετερόρρυθμος -η -ο [eteróriθmos] Ε5 : κυρίως στον όρο ετερόρρυθμη εταιρεία, της οποίας μερικοί μέτοχοι ευθύνονται ατομικά και ο καθένας μόνο για το ποσοστό των μετοχών τους, ενώ οι υπόλοιποι ευθύνονται συλλογικά και απεριόριστα. ANT ομόρρυθμος.

[λόγ. ετερο- + ρυθμ(ός) -ος (διαφ. το ελνστ. ἑτερόρρυθμος `σφυγμός με ρυθμό αταίριαστο για την ηλικία΄) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go