Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ετεροχρονισμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετεροχρονισμένος -η -ο [eteroxronizménos] Ε3 μππ. του ετεροχρονίζω : για ενέργεια που ο χρόνος εκτέλεσής της έχει μετατεθεί ύστερα από τον κανονικό ή τον καθορισμένο: ~ εορτασμός μιας επετείου. Ετεροχρονισμένη αύξηση. ετεροχρονισμένα ΕΠIΡΡ: Έπρεπε να μου το πεις εγκαίρως και όχι ~.

[λόγ. μππ. του ετεροχρονίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go