Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετεροβαρής -ής -ές [eterovarís] Ε10 : για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων που με βάση αυτή, η μία πλευρά βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. ANT αμφοτεροβαρής.
ετεροβαρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ετεροβαρής < ετερο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. ετεροβαρ(ής) -ώς]



