Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετεροβαρής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ετεροβαρής -ής -ές [eterovarís] Ε10 : για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων που με βάση αυτή, η μία πλευρά βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. ANT αμφοτεροβαρής. ετεροβαρώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. ετεροβαρής < ετερο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. ετεροβαρ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες