Παράλληλη αναζήτηση
| 44 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ετερο- [etero] & ετερό- [eteró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ετερ- [eter], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό κυρίως σε σύνθετα επίθετα, συνήθ. λόγια ή επιστημονικά. 1. δηλώνει ότι το πρσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με κάποιο άλλο ανάλογο είναι: α. διαφορετικό, όχι όμοιο ως προς το χαρακτηριστικό στοιχείο που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ετερόγλωσσος, ετερόδοξος, ~εθνής, ετερόρρυθμος, ετερώνυμος, ANT ομο-· ετερόπτωτος, ANT ομοιο-. β. έξω από το κανονικό ή το καθορισμένο: ~χρονισμένος· (γραμμ.) ετερόκλιτος. 2. (κυρ. επιστ. και σε περιληπτικά ουσιαστικά) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ποικιλία και όχι την ομοιομορφία των στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό: (βοτ.) ετερανθή, ~πέταλα· (ζωολ.) ετερόποδα, ετερόπτερα· ετερόδοντα, ζώα των οποίων η οδόντωση περιλαμβάνει δόντια διαφοροποιημένα κατά τη μορφή και τη λειτουργία. 3. δηλώνει την αντίθετη έννοια από το α' συνθετικό αυτο-: ~κίνητος, ετερόφωτος· ~παρατηρησία. 4. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έννοια του ενός εκ των δύο μερών ή στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό και συχνά όχι του καθιερωμένου ή συνηθισμένου: ~θαλής, ANT αμφι-· ετερόχειρας, αριστερόχειρας. 5. (ιατρ.) δηλώνει ανωμαλία, διαταραχή και γενικά παθολογική κατάσταση ή απόκλιση από την κανονική κατάσταση αυτού που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~αδενία, ~πλασία.
[λόγ. < αρχ. ἑτερ(ο)- θ. του επιθ. ἕτερο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἑτερό-καρπος `που παράγει διαφορετικό καρπό΄, ελνστ. ἑτερό-γλωσσος, ἑτερο-κίνητος & νλατ. hetero- < αρχ. ἑτερο-: ετερο-γένεση < νλατ. heterogenesis, ετερο-γαμία < γαλλ. hétérogamie, ετερο-κυκλικός < αγγλ. heterocyclic]
- ετεροβαρής -ής -ές [eterovarís] Ε10 : για σύμβαση, σχέση κτλ. μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων που με βάση αυτή, η μία πλευρά βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. ANT αμφοτεροβαρής.
ετεροβαρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ετεροβαρής < ετερο- + βάρ(ος) -ής· λόγ. ετεροβαρ(ής) -ώς]
- ετερογαμία η [eteroγamía] Ο25 : (βιολ.) ένωση διαφορετικών γαμετών.
[λόγ. < γαλλ. hétérogamie < hétéro- = ετερο- + αρχ. γάμ(ος) -ie = -ία (διαφ. το μσν. ετερογαμία `δεύτερος γάμος΄)]
- ετερογένεια η [eterojénia] Ο27 : η ιδιότητα του ετερογενούς ή των ετερογενών, η έλλειψη ομοιογένειας μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου· ανομοιογένεια.
[λόγ. ετερογεν(ής) -εια]
- ετερογένεση η [eterojénesi] Ο33 : (βιολ.) αναπαραγωγή που γίνεται άλλοτε με γονιμοποίηση και άλλοτε με παρθενογένεση.
[λόγ. < νλατ. hetero genesis < hetero- = ετερο- + αρχ. γένε(σις) -ση]
- ετερογενής -ής -ές [eterojenís] Ε10 : 1.ANT ομοιογενής. ΣYN ανομοιογενής. α. που δεν ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει διαφορετική προέλευση, σκοπούς, τάσεις: Ετερογενή φαινόμενα / στοιχεία. β. που αποτελείται από ετερογενή στοιχεία: ~ πληθυσμός. 2. (γραμμ.) Ετερογενές ουσιαστικό, που αλλάζει γένος στον πληθυντικό.
[λόγ.: 1: αρχ. ἑτερογενής· 2: ελνστ. σημ.]
- ετερογονία η [eteroγonía] Ο25 : (βιολ.) ετερογένεση.
[λόγ. < διεθ. hetero- = ετερο- + -gony < αρχ. γόν(ος) -ία]
- ετεροδημότης ο [eteroδimótis] Ο10 θηλ. ετεροδημότισσα [eteroδimótisa] Ο27 : πολίτης που κατοικεί σε δήμο ή σε κοινότητα διαφορετικό από εκείνο στον οποίο είναι γραμμένος και ιδίως στον οποίο ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα.
[λόγ. ετερο- + δημότης· ετεροδημότ(ης) -ισσα]
- ετεροδικία η [ereroδikía] Ο25 : το προνόμιο που ένα κράτος παραχωρεί σε ξένους υπηκόους, ιδίως διπλωματικούς υπαλλήλους, να δικάζονται στη χώρα τους και σύμφωνα με τους νόμους της για αδικήματα που διέπραξαν στο έδαφός του: Ποινική / αστική ~.
[λόγ. ετερο- + δίκ(η) -ία]
- ετερόδοξος, επίθ.
-
- Που παρεκκλίνει από την ορθόδοξη πίστη, αιρετικός:
- Η γαρ κριθή παραβάλλεται τῃ των ετεροδόξων διδασκαλίᾳ (Φυσιολ. 34924).
[μτγν. επίθ. ετερόδοξος]
- Που παρεκκλίνει από την ορθόδοξη πίστη, αιρετικός:



