Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εταίρα η [etéra] Ο25 : ονομασία πόρνης στην αρχαία Ελλάδα, η οποία, εκτός από σωματική ομορφιά, διέθετε και πνευματικότητα: Πολλές εταίρες συναναστρέφονταν πνευματικούς ή πολιτικούς άντρες της εποχής.
[λόγ. < αρχ. ἑταίρα]



