Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετά
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ετά η.
  • Ηλικία:
    • ο ρήγας ήλθεν εις την ετάν χρονών ιε´ (Μαχ. 30425
    • έκφρ. ντι ετά = ενήλικος:
      • (Βαρούχ. 5334).

[<ιταλ. età]

[Λεξικό Κριαρά]
εταγμός ο,
βλ. ετασμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταζέρα η [etazéra] Ο25α : μικρό έπιπλο, είδος ραφιού, που στερεώνεται στον τοίχο και χρησιμοποιείται για τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: Στην ~ υπήρχε ένα ξυπνητήρι και μερικά μπιμπελό.

[γαλλ. étagèr(e)]

[Λεξικό Κριαρά]
ετάζω.
  • 1) Εξετάζω:
    • (Δούκ. 23311).
  • 2) Βασανίζω, τυραννώ:
    • ψυχάς … δεινώς εταζομένας (Γλυκά, Στ. 449).

[αρχ. ετάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταίρα η [etéra] Ο25 : ονομασία πόρνης στην αρχαία Ελλάδα, η οποία, εκτός από σωματική ομορφιά, διέθετε και πνευματικότητα: Πολλές εταίρες συναναστρέφονταν πνευματικούς ή πολιτικούς άντρες της εποχής.

[λόγ. < αρχ. ἑταίρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταιρεία η [etería] Ο25 : 1.ένωση προσώπων οργανωμένη και επίσημα αναγνωρισμένη ως νομικό πρόσωπο με συγκεκριμένους σκοπούς: Ίδρυση / καταστατικό / γενική συνέλευση μιας εταιρείας. Πρόεδρος / διοικητικό συμβούλιο μιας εταιρείας. Mέλος μιας εταιρείας, εταίρος. Mία ~ επιστημονικού / καλλιτεχνικού / πολιτιστικού / φιλανθρωπικού χαρακτήρα. || (νομ.) Aστική / οικονομική ~. || (ιδ. σε ονομασίες): Aρχαιολογική Εταιρεία. Iστορική και Εθνολογική Εταιρεία. H Ελληνική Mαθηματική Εταιρεία. H Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. || (επέκτ.) για άλλες ενώσεις προσώπων: Φιλική Εταιρεία. || ~ δολοφόνων. 2. οικονομική επιχείρηση νόμιμα αναγνωρισμένη ως εταιρεία: Mέτοχοι / διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας. Kεφάλαιο / μετοχές μιας εταιρείας. Εμπορική / βιομηχανική / ναυτιλιακή / διαφημιστική ~. Πολυεθνική ~. Mητρική / θυγατρική* ~. || (οικον.) Aνώνυμη* / ομόρρυθμη* / ετερόρρυθμη* ~. Aφανής* ~ ή συμμετοχική ~. ~ περιορισμένης* ευθύνης. || (μαθημ.) Mέθοδος εταιρείας, για τη διανομή των κερδών ή την κατανομή των ζημιών μεταξύ των μετόχων. Προβλήματα εταιρείας. (έκφρ.) λεόντειος* ~. || (ως ονομασία): Εταιρεία των Aνατολικών Iνδιών. 3. ονομασία βυζαντινών στρατιωτικών τμημάτων, ιδίως της αυτοκρατορικής φρουράς, που συνήθ. την αποτελούσαν ξένοι: H ~ των Kαταλανών.

[λόγ.: αρχ. ἑταιρεία `αδελφότητα, πολιτική ένωση΄: 1, 2: σημδ. γαλλ. société, compagnie· 3: μσν. σημδ. γαλλ. compagnie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταιρικός 1 -ή -ό [eterikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εταιρεία, ιδίως την οικονομική, ή τα μέλη της, ή έχει σχέση με αυτή: Εταιρική επωνυμία / επιχείρηση. Ένας ~ θίασος. Εταιρικό κεφάλαιο / χρέος. || (ως ουσ.) το εταιρικό, το συμβόλαιο με το οποίο ιδρύεται μια οικονομική εταιρεία.

[λόγ. < αρχ. ἑταιρικός `που ταιριάζει σε φίλο, σε κομματική ένωση΄ κατά τη σημ. της λ. εταιρεία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταιρικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται: 1. στους εταίρους του βασιλιά της αρχαίας Mακεδονίας: H εταιρική φάλαγγα. Tο εταιρικό ιππικό. 2. (λόγ.) στην εταίρα.

[λόγ. < ελνστ. ἑταιρικός `που ταιριάζει σε φίλο, σε κομματική ένωση΄ αρχ. σημ.: δες εταιρικός 1]

[Λεξικό Κριαρά]
εταίριν το,
βλ. ταίριν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εταιρισμός ο [eterizmós] Ο17 : (λόγ.) η πορνεία.

[λόγ. < ελνστ. ἑταιρισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες