Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εσωκάρδιον το· ’σωκάρδιον.
-
- Εσωτερικό γυναικείο ένδυμα:
- άσπρα μικρά ’σωκάρδια, μεταξωτά (Διγ. Α 2263).
[<επίρρ. έσω + ουσ. καρδία. Τ. 'σωκάρδι σήμ. ιδιωμ.]
- Εσωτερικό γυναικείο ένδυμα: