Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εσωβροντώ.
-
- Κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάπ. τόπου:
- εσωβροντούσαν έσωθεν τ’ Αγι-Έρμου πάσα ρούγαν (Αχέλ. 1017).
[<επίρρ. έσω + βροντώ]
- Κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάπ. τόπου: