Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσφαλμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσφαλμένος -η -ο [esfalménos] Ε3 μππ. του σφάλλω : που έχει σφάλματα, που δεν είναι σωστός· λανθασμένος: ~ υπολογισμός. Εσφαλμένη γραφή μιας λέξης. Έχει εσφαλμένη ιδέα / άποψη για κτ. Δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις. εσφαλμένα ΕΠIΡΡ: Οι αιρετικοί ερμηνεύουν ~ τις Γραφές.

[λόγ. μππ. < αρχ. σφάλλω `κάνω λάθος΄ & σημδ. γαλλ. erroné]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες