Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εστέρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εστέρας ο [estéras] Ο2 : ονομασία κάθε χημικής ένωσης που προέρχεται από επίδραση οξέος σε αλκοόλη με ταυτόχρονη αποβολή νερού και χρησιμοποιείται κυρίως στην αρωματοποιία: Εστέρες ανόργανων / οργανικών οξέων.

[λόγ. < γαλλ. ester -ας < γερμ. Εster]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go