Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσκαμμένα τα [eskaména] Ο39 : μόνο στη ΦΡ υπερβαίνει / περνά κάποιος τα ~, ξεπερνά τα επιτρεπόμενα, ιδίως από ηθική άποψη, όρια.
[λόγ. < αρχ. ἐσκαμμένα ουδ. πληθ. μππ. του σκάπτω από τη φρ. ὑπέρ τά ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι `πήδημα πέρα απ΄ το σκάμμα, δηλ. υπερβολικό΄]



