Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εσθήτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εσθήτα η [esθíta] Ο26 : (λόγ.) φόρεμα, ιδίως επίσημο.

[λόγ. < αρχ. ἐσθής, αιτ. -ῆτα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go