Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερωτύλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτύλος ο [erotílos] Ο18 : (λόγ.) άντρας που επιδιώκει να έχει πολλές, συνήθ. επιπόλαιες, ερωτικές σχέσεις.

[λόγ. < ελνστ. (δωρ. διάλ.) ἐρωτύλος `αγαπητικός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go