Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτόλογο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτόλογο το [erotóloγo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : λόγια με τα οποία κάποιος εκφράζει τον έρωτά του για ορισμένο πρόσωπο: Tης / του ψιθύριζε ερωτόλογα. Ξέρει να λέει όμορφα ερωτόλογα. Δεν της έχει χαρίσει ούτε ένα λουλούδι, δεν της έχει πει ούτε ένα ~.

[ερωτο- 1 + -λογο (πρβ. μσν. ερωτόλογος (ίδ. σημ.) < ερωτο- 1 + λόγος)]

[Λεξικό Κριαρά]
ερωτόλογος ο.
  • Λόγος ερωτικός:
    • τας αναπλοκάς και τους ερωτολόγους (Καλλίμ. 2098).

[<ουσ. έρωτας + λόγος. Πβ. σημερ. α τα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες