Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτόληπτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ερωτόληπτος, επίθ.
  • Που κυριαρχείται από τον έρωτα:
    • ψυχήν γαρ ερωτόληπτον και ποθοκρατουμένην (Καλλίμ. 1203).

[<ουσ. έρωτας + ληπτος. Η λ. τον 6. αι.· βλ. και LBG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτόληπτος -η -ο [erotóliptos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) που είναι υπερβολικά επιρρεπής στον έρωτα, που εύκολα ερωτεύεται.

[λόγ. < μσν. ερωτόληπτος < ερωτο- 1 + αρχ. ληπτ(ός) `αντιληπτός΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες