Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτοχτυπημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτοχτυπημένος -η -ο [erotoxtipiménos] Ε3 : (για πρόσ.) που είναι πολύ ερωτευμένος.

[ερωτο- 1 + χτυπημένος μππ. του χτυπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες