Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερωτοπονεμένος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ερωτοπονεμένος, μτχ. επίθ.
  • Που είναι πονεμένος από τον έρωτα:
    • ψυχής ερωτοπονεμένης (Λίβ. Esc. 4015).

[<ουσ. έρωτας + μτχ. παρκ. του πονώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go