Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ερωτομανία η.
-
- Μανία ερωτική:
- όσοι ’ναι εις ερωτομανία, σ’ εκείνους περισσεύεται πάντα αναισχυντία (Αιτωλ., Μύθ. 10315).
[μτγν. ουσ. ερωτομανία]
- Μανία ερωτική: