Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ερωτικά, επίρρ.
  • Με ερωτική διάθεση:
    • εγέλασε ερωτικά (Διγ. Z 191).

[<επίθ. ερωτικός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες