Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτεύομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερωτεύομαι [erotévome] Ρ5.1β : 1.αισθάνομαι έρωτα: Mόλις του χαμογελάσει κάποια, την ερωτεύεται. Tον ερωτεύτηκε τρελά. Tον έκανε να την ερωτευθεί. Είναι ερωτευμένος / ερωτευμένη. Δεν ερωτεύτηκε εμένα, την προίκα μου / τα λεφτά μου ερωτεύτηκε. || (συνήθ. πληθ.): Γνωρίστηκαν σε ένα χορό, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Kρατιούνται από το χέρι σαν ερωτευμένοι. || (επέκτ.): Ερωτευμένη καρδιά. Ερωτευμένα μάτια. 2. (μτφ.) αισθάνομαι έντονη αγάπη, επιθυμία για κτ. ή αφοσιώνομαι σε κτ.: Είναι ερωτευμένος με τη θάλασσα / την επιστήμη.

[μσν. ερωτεύομαι < έρωτ(ας) -εύομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ερωτεύομαι· ’ρωτεύγομαι· μτχ. ενεστ. ερωτεύοντας· μτχ. παρκ. ερωτεμένος.
  • Ερωτεύομαι, είμαι ερωτευμένος:
    • (Αχιλλ. L 275
    • μετά λόγου γλυκερού, γλώσσης ερωτευμένης (Καλλίμ. 2068).

[<ουσ. έρωτας + κατάλ. εύομαι. Η λ. πιθ. τον 4.-5. αι. (LBG), στο Somav. (ωμαι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες