Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερπύστρια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερπύστρια η [erpístria] Ο27 : αρθρωτός μεταλλικός ιμάντας που περιβάλλει όλους μαζί τους τροχούς της κάθε πλευράς ενός οχήματος και το διευκολύνει έτσι να κινείται σε ανώμαλο ή γενικά ακατάλληλο έδαφος: Οι ερπύστριες του τανκς / της μπουλντόζας.

[λόγ. θηλ. < ελνστ. ἑρπυ σ(τήρ) (αρσ.) `ζώο (έντομο κτλ.) που έρπει΄ -τρια μτφρδ. γαλλ. chenille (θηλ.) `κάμπια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go