Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερπετό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερπετό το [erpetó] Ο38 : 1.(ζωολ.) ομοταξία ζώων που είναι ψυχρόαιμα, έχουν δέρμα από κερατίνη, αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα και μετακινούνται έρποντας: Aπό τα ερπετά που υπάρχουν σήμερα πιο γνωστά είναι τα φίδια, οι σαύρες, οι κροκόδειλοι και οι χελώνες. Aπολιθωμένα ερπετά. || (ειδικότ.) ονομασία των φιδιών: Δηλητηριώδη ερπετά. 2. (μειωτ., υβρ.) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα.

[λόγ. < αρχ. ἑρπετόν]

[Λεξικό Κριαρά]
ερπετό(ν) το· αρπετό· ’ρπετό· σέρπετο· σερπετό.
  • 1) Ζώο, ζωντανό:
    • εσυνέκλαιαν μετ’ εκείνων και όλα τα ερπετά (Διγ. Άνδρ. 41027· Πανώρ. Β´ 1
    • παν σερπετό των νερών (Πεντ. Λευιτ. ΧΙ 10
    • έκφρ. σερπετό του πουλιού = ιπτάμενο, φτερωτό ζωύφιο:
      • (Πεντ. Λευιτ. XI 20).
  • 2) Ερπετό:
    • όλο το ζο, όλο το σερπετό, όλο το πετούμενο (Πεντ. Γέν. VIII 19).

[αρχ. ουσ. ερπετόν. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. (ό) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερπετολογία η [erpetolojía] Ο25 : (ζωολ.) κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα ερπετά.

[λόγ. < γαλλ. (h)erpétologie < αρχ. ἑρπετό(ν) + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες