Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερμιά η [ermná] Ο24 : (λογοτ.) η ερημιά.
[μσν. ερημιά με συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος < αρχ. ἐρημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ερημιά με συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος < αρχ. ἐρημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |