Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερμαφροδιτισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμαφροδιτισμός ο [ermafroδitizmós] Ο17 : 1.(βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο στον ίδιο οργανισμό συνυπάρχουν τα γεννητικά όργανα και άλλα χαρακτηριστικά και των δύο φύλων: Ο ~ είναι φυσιολογική κατάσταση σε πολλούς μικροοργανισμούς. Φυσιολογικός / παθολογικός ~. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός αντιφατικής ή και απροσδιόριστης ενέργειας ή κατάστασης.

[λόγ. < γαλλ. hermaphroditisme < Hermaphrodit(e) < ελνστ. ῾Ερμαφρόδιτ(ος) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go