Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερματισμός ο [ermatizmós] Ο17 : τοποθέτηση έρματος, δηλαδή σαβούρας, σε πλοίο ή σε αερόστατο· ερμάτιση.
[λόγ. < αρχ. ἑρματισ- (ἑρματίζω) `σταθεροποιώ με έρμα΄ -μός]



