Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερμίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμίνα η [ermína] Ο25 : 1.μικρόσωμο ζώο με γυαλιστερό τρίχωμα, συγγενικό με τη νυφίτσα. 2. η γούνα από το ζώο αυτό: Παλτό / ζακέτα από ~. Φορούσε μια πανάκριβη ~.

[λόγ. < γαλλ. hermin(e) < λατ. Armenius < αρχ. Ἀρμένιος (μσνλατ. mus armenius `ποντίκι της Aρμενίας΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go