Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερμάτιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερμάτιση η [ermátisi] Ο33 : ερματισμός.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἑρματι- (ἑρματίζω) `σταθεροποιώ με έρμα΄ -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες