Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημώ.
-
- I. (Ενεργ.) ερημώνω, λεηλατώ:
- (Ιστ. πολιτ. 6714).
- II. (Μέσ.) στερούμαι:
- Περί του ερημωθήναι οίνου (Ιατροσ. κώδ. ωλδ´).
[αρχ. ερημόω. Βλ. και ερημώνω]
- I. (Ενεργ.) ερημώνω, λεηλατώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερήμωμα το [erímoma] Ο49 : η ερήμωση.
[ερημώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημώνω [erimóno] -ομαι Ρ1 : α.κάνω έναν τόπο έρημο, χωρίς ανθρώπους: Tο χωριό ερημώνεται από τους τουρίστες κατά τους χειμερινούς μήνες. H χολέρα ερήμωσε την πόλη. β. (για τόπο) γίνομαι έρημος: Ερήμωσε ο τόπος, όταν έφυγαν όλοι για το εορταστικό τριήμερο. Ερήμωσε η πόλη τις ημέρες του Πάσχα. γ. (σπάν.) προκαλώ μεγάλες καταστροφές σε έναν τόπο: Kυρίεψε την πόλη και την ερήμωσε.
[μσν. ερημώνω < αρχ. ἐρημ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημώνω· ’ρημώνω.
-
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω:
- ερημώναν του βασιλέως τους τόπους (Χρον. Μορ. H 9098).
- Β´ (Αμτβ.) καταστρέφομαι:
- διά έναν άγνωστον θέλομεν να ’ρημώσει (Ιστ. Βλαχ. 510).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εγκαταλειμμένος, μόνος, έρημος:
- Αυτός οπὄμεινεν εκεί ’ς νησίν ερημωμένος (Ιμπ. (Legr.) 765).
[<ερημώ. Η λ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius (‑μμό‑) και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) λεηλατώ, καταστρέφω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερήμωση η [erímosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ερημώνω: Πλήρης ~ των χωριών από τον πόλεμο και τη μετανάστευση.
[λόγ. < ελνστ. ἐρήμω(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερήμωσις η.
-
- 1) Ερήμωση, καταστροφή:
- Πώς εγένοντο εις ερήμωσιν εξάπινα; (Ψευδο-Σφρ. 5106).
- 2) Έλλειψη, απουσία:
- ο βουνός ερήμωσιν την εξ ανθρώπων έχει (Καλλίμ. 100).
[μτγν. ουσ. ερήμωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Ερήμωση, καταστροφή:



