Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημοκλήσι το [erimoklísi] Ο44 : εκκλησία, συνήθ. ξωκλήσι, που βρίσκεται σε ερημική περιοχή.
[μσν. ερημοκκλήσι < έρημ(ος) -ο- + εκκλησ(ία) -ι με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημοκλησιά η [erimoklisxá] Ο24 : ερημοκλήσι.
[έρημ(ος) -ο- + εκκλησιά με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]



