Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημοκκλήσι το.
-
- Ερημοκκλήσι:
- ανεβήκαμεν την ράχην απάνω του βουνού … όπου είναι το ερημοκκλήσι (Ιερόθ. Αββ. 334).
[<ουσ. ερημοκκλησιά (Somav.) <επίθ. έρημος + ουσ. εκκλησιά. Η λ. και σήμ.]
- Ερημοκκλήσι:



