Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ερημικός, επίθ.
  • Μοναχικός:
    • ωμοιώθην πελεκάνι ερημικῴ (Φυσιολ. B 716).

[μτγν. επίθ. ερημικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημικός -ή -ό [erimikós] Ε1 : 1α.που βρίσκεται σε έρημο τόπο ή γενικά είναι απόμερος, όχι πολυσύχναστος: Mια ερημική περιοχή, όπου συχνάζουν ύποπτοι. ~ δρόμος. β. που χαρακτηρίζεται από ερημιά: Ερημική ζωή. 2. που ανήκει ή γενικά αναφέρεται στην έρημο: Ερημική βλάστηση. ερημικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. ἐρημικός (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες