Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ερημιάζω.
  • Καταστρέφω, λεηλατώ:
    • πρέπει να μας δώσετε όσα εκουρσέψετε και ερημιάσετε (Μαχ. 35416).

[<ερημίζω. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες