Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερευνητής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερευνητής ο [erevnitís] Ο7 θηλ. ερευνήτρια [erevnítria] Ο27 : επιστήμονας ή τεχνικός που ασχολείται με την έρευνα.

[λόγ. < ελνστ. ἐρευνητής, ἐρευνήτρια `που ερευνά, που ψάχνει΄ κατά τη νέα σημ. της λ. έρευνα]

[Λεξικό Κριαρά]
ερευνητής ο.
  • Αυτός που ερευνά, εξετάζει· εξεταστής·
    • (εδώ μεταφ., προκ. για τον έρωτα):
      • Έρως, … πάσης ψυχής ερευνητά (Λίβ. Ρ 201).

[μτγν. ουσ. ερευνητής. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go