Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερεθιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερεθιστικός -ή -ό [ereθistikós] Ε1 : που ερεθίζει και ιδίως που προκαλεί ερεθισμό: Ερεθιστικό θέαμα. Φάρμακα με ιδιότητες ερεθιστικές για το δέρμα / για το στομάχι. ερεθιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐρεθιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες