Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργοτάξιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργοτάξιο το [erγotáksio] Ο40 : προσωρινή εγκατάσταση των τεχνικών μέσων που απαιτούνται για την επιτόπια εκτέλεση μιας εργασίας, ιδίως την κατασκευή ενός τεχνικού έργου: Στήθηκε το ~ για την κατασκευή του φράγματος / του νέου αεροδρομίου / της γέφυρας. Tο ~ μιας οικοδομής, κλειστός χώρος που χρησιμοποιείται κυρίως ως αποθήκη εργαλείων. Tο ~ του δήμου, κλειστός χώρος όπου φυλάγονται και συντηρούνται οχήματα και άλλα μηχανήματα ή γίνονται εργασίες τεχνικής φύσεως. H χώρα έχει μεταβληθεί σε απέραντο ~, γίνονται σ΄ αυτή πολλά τεχνικά έργα.

[λόγ. εργο- + τάξ(ις) -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go