Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργονομικός -ή -ό [erγonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εργονομία: Εργονομικά έπιπλα, σχεδιασμένα με τρόπο που βασίζεται στην εργονομία.
εργονομικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. εργονομ(ία) -ικός]



