Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργομετρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργομετρικός -ή -ό [erγometrikós] Ε1 : που έχει σχέση με το εργόμετρο ή με την εργομετρία: Εργομετρικό ποδήλατο.

[λόγ. εργομετρ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go