Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργολήπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργολήπτης ο [erγolíptis] Ο10 θηλ. εργολήπτρια [erγolíptria] Ο27 στη σημ. β : α.ο εργολάβος, ιδίως για μεγάλα έργα: ~ δημόσιων έργων. β. (ως επίθ.): H εργολήπτρια εταιρεία κήρυξε πτώχευση και το έργο σταμάτησε.

[λόγ. < αρχ. ἐργολήπτης· λόγ. εργολήπ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες