Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργατοτεχνίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργατοτεχνίτης ο [erγatotexnítis] Ο10 : 1.εργάτης που με την άσκηση της εργασίας του έχει αποκτήσει σχετική ειδίκευση: Δούλεψε ως ~ κηπουρός στην υπηρεσία πάρκων του δήμου. 2. (πληθ.) σύνολο από εργάτες και τεχνίτες: Σωματείο / απεργία εργατοτεχνιτών του δήμου.

[λόγ. εργάτ(ης) -ο- + τεχνίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go