Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργατοπατέρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργατοπατέρας ο [erγatopatéras] Ο2 : για συνδικαλιστή ως μειωτικός χαρακτηρισμός που δηλώνει ότι αυτός τυπικά μόνο αγωνίζεται για τα συμφέροντα των εργαζομένων: Οι εργάτες καταψήφισαν τους εργατοπατέρες.

[εργάτ(ης) -ο- + πατέρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go