Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργασιομανής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργασιομανής -ής -ές [erγasiomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει την τάση να απασχολείται υπερβολικά με συγκεκριμένη εργασία, συνήθ. επαγγελματική.

[λόγ. εργασιο(μανία) -μανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες