Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εργένης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εργένης ο [erjénis] Ο11 θηλ. εργένισσα [erjénisa] Ο27α : αυτός που δεν έχει σύζυγο: Όσο ήταν νέος, κανένα ψεγάδι δεν έβρισκε στη ζωή του εργένη. Παντρεύτηκε αλλά ζει σαν ~, γιατί διαρκώς ταξιδεύει. || (επέκτ.) για άνθρωπο που ζει μόνος χωρίς την οικογένειά του.

[τουρκ. ergen (ιδ. νέος σε ηλικία γάμου) -ης· εργέν(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go