Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επώδυνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επώδυνα, επίρρ.
  • Με πόνους, με θλίψεις:
    • να ζήσω επώδυνα τον άπαντά μου βίον (Βέλθ. 1179).

[<επίθ. επώδυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες