Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επόπτευση η [epóptefsi] Ο33 : (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποπτεύω.
[λόγ. εποπτεύ(ω) -σις > -ση (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἐπόπτευσις `μαντεία από τα εντόσθια΄)]



