Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επωμίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επωμίζομαι [epomízome] Ρ2.1β : αναλαμβάνω κτ. συνήθ. σπουδαίο ή δύσκολο και δέχομαι να επιβαρυνθώ από τις σχετικές συνέπειες: ~ ένα καθήκον / κάποιες ευθύνες. Οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες που επωμίζονται, όταν κάνουν παιδιά. || (για οικονομικές επιβαρύνσεις): ~ τα έξοδα για κτ. / τα χρέη κάποιου, υποχρεώνομαι, αναλαμβάνω να τα πληρώσω. Tα έξοδα για την προστασία του περιβάλλοντος είναι σωστό να τα επωμίζονται οι επιχειρήσεις που το ρυπαίνουν.

[λόγ. < ελνστ. ἐπωμίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go